- πλιατσικολόγος
- ο, Νλαφυραγωγός, άρπαγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλιάτσικο + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλιατσικολόγος — ο αυτός που πλιατσικολογεί, ο άρπαγας, ο κλέφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
πλιατσικολογία — η, Ν [πλιατσικολόγος] η πράξη τού πλιατσικολογώ, το πλιατσικολόγημα … Dictionary of Greek
πλιατσικολογώ — άω, Ν [πλιατσικολόγος] λεηλατώ, διαρπάζω, λαφυραγωγώ … Dictionary of Greek